- περιφλευσμός
- περι-φλευσμός, ὁ,A scorching, Aq.De.28.22.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
περιφλευσμός — ὁ, Α [περιφλεύω] η περίκαυση, το τσουρούφλισμα … Dictionary of Greek